αλεξανδρινός — και ντρινός, ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Αλεξάνδρεια ή που προέρχεται από αυτήν 2. αυτός που κατάγεται από την Αλεξάνδρεια 3. αλεξανδρινοί χρόνοι, οι χρόνοι τών διαδόχων τού Μ. Αλεξάνδρου (αλλ. ελληνιστικοί) 4. αλεξανδρινή τέχνη ή… … Dictionary of Greek
παραμύθι — Λαϊκή διήγηση στην οποία προέχει το θαυμαστό και το φανταστικό και που έχει για πρωταγωνιστές όντα υπεράνθρωπα, νεράιδες, στρίγκλες, μάγους, δράκους, γίγαντες και, οπωσδήποτε, πρόσωπα ικανά, μέσω μαγικών αντικειμένων ή προσωπικής δύναμης, για… … Dictionary of Greek
επύλλιο — Σύντομη ποιητική σύνθεση σε εξάμετρο με επικό θέμα, χαρακτηριστική της αλεξανδρινής εποχής· παρουσίαζε το ηρωικό στοιχείο με το πνεύμα της εποχής –ενδίδοντας στην προβολή της λεπτομέρειας και της αισθηματολογίας– με απεικονίσεις της καθημερινής… … Dictionary of Greek
πατρολογία — Κλάδος της θεολογίας που ασχολείται με τη μελέτη του βίου και ιδίως με την έρευνα και τη σπουδή των συγγραμμάτων των Πατέρων της Εκκλησίας. Εδικότερα, η π. εξετάζει το περιεχόμενο της διδασκαλίας των πατέρων, τη γνησιότητα ή μη των έργων τους,… … Dictionary of Greek